επεβλήθη

επεβλήθη
ν παθ. αόρ. от επιβάλλω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "επεβλήθη" в других словарях:

  • ἐπεβλήθη — ἐπιβάλλω throw aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάλαινος, Μιλτιάδης — (Άγιος Βλάσιος, Τριχωνίδα 1887 – Αθήνα 1959). Δημοσιογράφος και πολιτικός. Στο διάστημα 1915 45 εργάστηκε ως συντάκτης και αρθρογράφος σε αθηναϊκές εφημερίδες: Ακρόπολις, Αθηναϊκή, Βραδυνή, Καθημερινή, Νέα Εποχή, Νέοι Χρόνοι κ.ά. Εξάσκησε το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»